- υδρογονοβακτήριο
- το, Ν (μικρβλ.) χημειοτρόφο ή φωτοτρόφο βακτήριο που είναι ικανό να προμηθευθεί την απαραίτητη για την επιβίωση του ενέργεια με οξείδωση τού ελεύθερου υδρογόνου.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. hydrogenobacterie < hydrogen- (πρβλ. υδρογόνο) + ευφωνικό -ο- + -bacterie (πρβλ. βακτήριο)].
Dictionary of Greek. 2013.